δέλοιπος

δέλοιπος
και δελοιπός, ο (Μ δέλοιπος και δελοιπός)
ο υπόλοιπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη συνεκφορά του δε* και τού επιθ. λοιπός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αποδέλοιπος — η, ο (Μ ἀποδέλοιπος, η, ον) αυτός που απομένει, υπόλοιπος νεοελλ. φρ. «και στ αποδέλοιπα» με το καλό να παντρευτούν και τ άλλα σου παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + δελοιπός < δε + λοιπός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”